πνικτήρ

πνικτήρ
-ῆρος, ὁ, Α
1. αυτός που πνίγει
2. (σχετικά με πάλη) πόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνίγω + επίθημα -τήρ (πρβλ. φρακ-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πνικτῆρι — πνικτήρ choking masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”